αμαξοκυλιστης

αμαξοκυλιστης
    ἁμαξοκυλιστής
    ἁμαξο-κῠλιστής
    -οῦ ὅ опрокидыватель повозок
    

(Ἁμαξοκυλισταί было прозвищем мегарцев, предки которых, по преданию, опрокинули в болото повозки, отправлявшиеся в Дельфы) Plut.


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αμαξοκυλιστης" в других словарях:

  • αμαξοκυλιστής — ἁμαξοκυλιστής, ο (Α) 1. αυτός που κυλά προς τα κάτω άμαξες, ο καταστροφέας αμαξών 2. (στον πληθ. ως κύριο όνομα) οἱ Ἁμαξοκυλισταί όνομα μεγαρικής οικογένειας.. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + *κυλιστὴς < κυλίνδω «κυλίω»] …   Dictionary of Greek

  • ἁμαξοκυλισταί — ἁμαξοκυλιστής down roller masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμαξοκυλιστῶν — ἁμαξοκυλιστής down roller masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμαξα — η (Α ἅμαξα και ἄμαξα) 1. τροχοφόρο που σύρεται από υποζύγια και χρησιμοποιείται για μεταφορά ανθρώπων ή πραγμάτων από τόπο σε τόπο (στα αρχ., ειδικότερα, ο σκελετός, το πλαίσιο τής άμαξας, το αμάξωμα πρβλ. και ἀπήνη) 2. φρ. «τού λέω (ή τού ψέλνω) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»